Στη νέα του ταινία, “Το διπλανό δωμάτιο”, με τις εκπληκτικές Τίλντα Σουίντον και Τζούλιαν Μουρ, ο κορυφαίος σκηνοθέτης προσεγγίζει με τρυφερότητα τη φθορά, την απουσία και την απώλεια
Τον Πέδρο Αλμοδόβαρ τον συνδέεις αναπόφευκτα με το χρώμα. Αλλά και με το μελόδραμα, τις σουρεαλιστικές καταστάσεις και σχέσεις, τους απρόσμενους, ακόμα και ακραίους χαρακτήρες, την ένταση. Και, βεβαίως, με τα ισπανικά.
Από όλα αυτά, στο “Διπλανό Δωμάτιο”, την πρώτη αγγλόφωνη ταινία του, ο κορυφαίος σκηνοθέτης κράτησε μόνο το χρώμα. Ζωηρό, απαστράπτον, εκτυφλωτικό σε κάθε του απόχρωση, κυρίαρχο, το χρώμα γιορτάζει τη ζωή-ή αντιστέκεται στη γκριζάδα του θανάτου, που θα μπορούσε, αν της το επέτρεπε ο μέγας Πέδρο, να απλωθεί σε ολόκληρη την ταινία. Γιατί το θέμα της είναι, πράγματι, ο θάνατος.
Δυο παλιές φίλες, που γνωρίστηκαν όταν δούλευαν στο ίδιο περιοδικό, ξανασμίγουν. Η δοτική, γλυκειά Ίγκριντ (Τζούλιαν Μουρ) και η ατσάλινη, κοφτερή Μάρθα (Τίλντα Σουίντον). Η μία, επιτυχημένη συγγραφέας, με έντονο φόβο θανάτου. Η άλλη, πολεμική ανταποκρίτρια, έχει αντικρίσει το κακό στα μάτια άπειρες φορές. Τώρα, είναι έτοιμη να το ξεγελάσει, πριν την προλάβει εκείνο. Θα φύγει, αλλά θα φύγει με τους όρους της.
Η βαριά άρρωστη Μάρθα διεκδικεί έναν “θάνατο αξιοπρεπή”. Να είναι ζεστή και στεγνή, ασφαλής, σε ένα γαλήνιο, όμορφο περιβάλλον- αλλά όχι μόνη. Άραγε, η φίλη της θα περάσει τον τελευταίο μήνα της ζωής της στο διπλανό δωμάτιο; Θα είναι εκεί η Ίγκριντ όταν η Μάρθα θα διασχίσει, με δική της πρωτοβουλία, ένα κατώφλι ούτως ή άλλως αναπόφευκτο;
“Έχω περιοριστεί στο ελάχιστο του εαυτού μου”, λέει η ηρωίδα της Σουίντον και μέσα από εκείνη ο Αλμοδόβαρ θρηνεί όσα δεν υπάρχουν πια. Ο Ισπανός σκηνοθέτης ομολογεί, πλέον, ανοιχτά ότι σκέφτεται τη φθορά και το τέλος διαρκώς. Για εκείνον, κάθε μέρα που περνά δεν είναι μια μέρα κερδισμένη, αλλά χαμένη. Προφανώς, ο τρόπος του για να εξευμενίσει τον φόβο ήταν μία ακόμα ταινία.
Η επιλογή των πρωταγωνιστριών, απίθανα εμπνευσμένη. Και οι δύο είναι μετρ των “εσωτερικών” ερμηνειών και ο φακός του Αλμοδόβαρ δεν αφήνει ούτε μία σύσπαση του προσώπου τους να πάει χαμένη. Η θέρμη και η έγνοια της Μουρ λάμπουν κάτω από το διάφανο δέρμα της. Στις εκφράσεις της Σουίντον διακρίνεις τον χάρτη του επώδυνου κόσμου όπου ταξίδεψε. “Ο πόλεμος μαίνεται μέσα μου”, θα της πει κάποιος που έχει δει πολλά. “Το σεξ είναι το καλύτερο αντίδοτο στον πόλεμο”, πιστεύει εκείνη, δίνοντας πόντους στη ζωή.
Η συγγραφέας και η ρεπόρτερ: φαντασία και πραγματικότητα ξιφομαχούν και, κάπου ανάμεσα στις λέξεις, ξεπροβάλλουν διακριτικές νύξεις για όσα προβληματίζουν τον σκηνοθέτη και θα συνεχίσουν να διχάζουν τον κόσμο ακόμα και αν κάποιοι από μας θα απουσιάσουμε- η πολιτική ορθότητα, η ακροδεξιά, η κλιματική αλλαγή, το ζήτημα της ευθανασίας. Και στο παρασκήνιο, δύο ακόμα χαρακτήρες: ο άντρας που και οι δύο πόθησαν και μια αόρατη κόρη, “μια ξένη”, όπως την αποκαλεί πικρά η Μάρθα. “Δεν την ενδιέφερα ποτέ ως μητέρα”, ομολογεί. Να περιμένουμε, μήπως, τη σκηνή της μελοδραματικής συμφιλίωσης;
Ίσως όχι. Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ προσεγγίζει αυτό που τον ταλανίζει με ηπιότητα, πραότητα και σεβασμό, ποιητικά, με όση στωικότητα του επιτρέπει η ανθρώπινη φύση του, και τυλίγει γλυκά τις ηρωίδες του με την απαλή μελαγχολία του Τζέιμς Τζόις, την ευεργετική αδιαφορία της φύσης και ανάλαφρες, ροζ χιονονιφάδες. Χωρίς κορυφώσεις και δράματα. Αλλά με κάποιο είδος ισορροπίας και δικαίωσης.
Η ταινία κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας.