Δυναμικός και ενθουσιώδης αλλά γεμάτος ευαισθησία, ο εξαιρετικός ηθοποιός μάς παραχωρεί μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη με αφορμή την παράσταση «True West», που παρουσιάζεται από το Θέατρο του Νέου Κόσμου στο «Χώρα».
Ένας πόλεμος μαίνεται στη σκηνή του θεάτρου «Χώρα»: ο Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης δοκιμάζει με πάθος τις ψυχολογικές του αντοχές αλλά και τα σωματικά όριά του, όπως και ο «αντίπαλος» στο σανίδι, Νίκος Ψαρράς, «θείος» του στην περσινή τηλεοπτική «Μάγισσα», συμπρωταγωνιστής του σε ένα καινούριο σίριαλ, κυρίως, όμως, αγαπημένος του φίλος.
Στο «True West», που παρουσιάζεται από το Θέατρο του Νέου Κόσμου, ο Μάρκος ερμηνεύει εντυπωσιακά το ένα από τα δύο «ημισφαίρια της ψυχής» του συγγραφέα Σαμ Σέπαρντ: ο ήρωάς του, Όστιν, επιτυχημένος σεναριογράφος και οικογενειάρχης, αλλά εσωστρεφής και μυστικοπαθής, σμίγει, έπειτα από χρόνια, με τον ρέμπελο, πότη και μπρούτο αδελφό του Λι (Ψαρράς), στο σπίτι της απούσας μητέρας τους.
Φαινομενικά αντίθετοι, συγκρούονται μέχριτελικής πτώσης, μετατρέπουν το νοικοκυρεμένο σπιτικό σε βομβαρδισμένη έρημο και αυτο-αποκαλύπτονται επώδυνα, διαπιστώνοντας ότι τους κυνηγούν ακριβώς οι ίδιοι δαίμονες. Μιαδυνατή παράσταση που αφήνει ηθοποιούς και θεατές ξέπνοους, το «True West» σκηνοθετείται από την Έλενα Καρακούλη, η οποία υπογράφει, επίσης, τη μετάφραση και τη δραματουργική επεξεργασία.
Τους Παπαδοκωνσταντάκη και Ψαρρά πλαισιώνουν οι Νέστορας Κοψιδάς, Αλεξάνδρα Παντελάκη και ο μουσικός Μίκης Παντελούς.
Όσο για το τηλεοπτικό τοπίο, ο περσινός «Μάρκος Λάσκαρης» μεταμορφώθηκε σε έναν σύγχρονο ήρωα και μάλιστα...νεκρό.
Στη συναρπαστική «Διάφανη αγάπη», ο πεισματάρης αστυνομικός Στέφανος σκοτώνεται λόγω προδοσίας αλλά και ματαιοδοξίας, και συνεχίζει να αιωρείται στον κόσμο των ζωντανών για να βρει την αλήθεια, να προστατεύσει την αγαπημένη του και, ίσως, να σώσει την ψυχή του.
Το «True West» είναι μια εξουθενωτική παράσταση, από ψυχική και σωματική άποψη. Πίνετε, καπνίζετε, λερώνεστε, χτυπιέστε, παλεύετε, πέφτετε, τραγουδάτε... Πώς αντεπεξέρχεστε, ειδικά στη διπλή του Σαββάτου;
Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης: Η ψυχούλα μας το ξέρει! Με ηλεκτρολύτες, βιταμίνες... (γελάει). Το θέμα δεν είμαι τόσο εγώ, αλλά ο Νίκος. Είναι 53 ετών και αυτά που κάνει επί σκηνής δεν γνωρίζω πολλούς στην ηλικία του που να τα καταφέρνουν. Αν σκεφτεί κανείς ότι έχουμε διαφορά ηλικίας, μάλλον στην πραγματικότητα διαθέτει πολύ μεγαλύτερες αντοχές από μένα! Όσο για το «αλκοόλ» που καταναλώνουμε στην παράσταση, ευτυχώς είναι νερό, που μας προστατεύει και από την αφυδάτωση!
Γιατί η αποδόμηση του αμερικανικού ονείρου έχει απασχολήσει τόσους συγγραφείς και αγγίζει τόσο το κοινό, διαχρονικά;
Μ.Π: Νομίζω ότι υπάρχει ένα μεγάλο κοινό που ταυτίζεται με το αμερικάνικο όνειρο και ένα εξίσου μεγάλο κοινό που ταυτίζεται με την αποδόμησή του. Στην παράστασή μας υπάρχει μια κόντρα μεταξύ της παλιάς και της νέας σχολής, της παλιάς και της νέας Δύσης. Κάποτε, βασικό θέμα ήταν η περιπέτεια, το άγνωστο, η γη, κάποιες φορές η ανηθικότητα, τα ζωώδη ένστικτα... Το νέο αμερικανικό όνειρο έχει ως άξονες την πειθαρχία, την αστική ζωή, το χτίσιμο και την επεκτατικότητα, το σούπερ μάρκετ, τις ειδήσεις, όλο αυτό που ζούμε σήμερα.
Μέσα από την κόντρα του έργου, βλέπουμε ποιες είναι οι αρετές του παλιού σε σχέση με το καινούριο, και ποια είναι η δύναμη του καινούριου σε σχέση με το παλιό. Πάντως, στο «True West», ο Σέπαρντ έγραψε για τα δύο ημισφαίρια της ψυχής του, όπως είπε και ο ίδιος. Του ζητήθηκε ένα έργο σε δύο εβδομάδες, και κάθισε, πράγματι, στο σπίτι της μητέρας του, με ένα ουίσκι και ένα τσιγάρο, και έγραψε αυτό. Όσο έγραφε, «άκουγε» τους δύο κεντρικούς ήρωες στο κεφάλι του να του αντιστέκονται. Γιατί, βλέπετε, ο Σέπαρντ ήταν και ο Όστιν και ο Λι. Ήταν διχασμένος. Δούλευε για το σύστημα, για το Χόλιγουντ, και ταυτόχρονα πήγαινε σε σαλούν, έπινε, έμπλεκε σε φασαρίες, χανόταν στην έρημο και στα καζίνο...
Ο χαρακτήρας του Λι μου φάνηκε πιο οικείος, ενώ ο δικός σας, ο Όστιν, είναι πιο μυστηριώδης, πιο αχαρτογράφητος. Δεν μιλάει, ας πούμε, ούτε για την οικογένειά του ούτε για την καριέρα του στο Χόλιγουντ. Πώς τον προσεγγίσατε;
Μ.Π.: Μεγαλώνοντας, ο Όστιν υπέστη ψυχικό βιασμό και τρομερή έλλειψη αγάπης. Ο πατέρας αλκοολικός, η μητέρα τρελαμένη και φευγάτη, πάλεψε, λοιπόν, να ξεφύγει από την παθογένεια της αποτυχημένης του οικογένειας. Πράγματι, άρχισε να βγάζει χρήματα και πήρε αποστάσεις από τις αναμνήσεις του. Τις έθαψε.
Όμως, ο τρόπος που τον προσέγγισε η σκηνοθέτις μας, η Έλενα, και συμφώνησα απόλυτα μαζί της, ήταν ότι όλο αυτό που συμβαίνει επί σκηνής είναι μνήμες που, τελικά, ο Όστιν δεν μπορεί να απαρνηθεί. Την ώρα που πασχίζει να γράψει το νέο του έργο, το φάντασμα της μάνας και του αδελφού θα περάσουν από μέσα του για να του θυμίσουν ότι, όσο μακριά κι αν πάει, όσο πετυχημένος και αν είναι, δεν θα ξεφύγει ποτέ από τη ρίζα του.
Κανείς μας δεν ξεφεύγει. Καλείται, λοιπόν, να πολεμήσει με τα φαντάσματα, να τα αγαπήσει, να τα συγχωρέσει, να συγχωρέσει και τον εαυτό του, και να δει πώς θα σταθεί αληθινά στα πόδια του μετά τη μάχη αυτή.
Ο Νίκος Ψαρράς είπε ότι αυτό που αγαπά σε σας είναι η θετικότητά σας. Όμως, μέσα από τη δουλειά σας, φαίνεται να σας γοητεύουν οι καταδύσεις στα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής.
Μ.Π.: Κατανοώ αυτό που λέει ο Νίκος. Μεγάλωσα σε ένα πάρα πολύ ωραίο οικογενειακό περιβάλλον, με πολλή αγάπη και φροντίδα, με πολύ φως. Υπέροχη οικογένεια, υπέροχα παιδικά χρόνια-είμαι τυχερός, δεν είναι συχνό φαινόμενο αυτό. Νομίζω, λοιπόν, ότι ξεκίνησα να κάνω αυτό το επάγγελμα για να διερευνήσω τα σκοτεινά σημεία μου. Ίσως με αφορούν πιο πολύ επειδή δεν τα είχα, επειδή δεν μου είναι οικεία. Το φως το έχω νιώσει και τώρα θέλω να ανακαλύψω πώς αισθάνεται ένας άνθρωπος όταν τον εγκαταλείπουν όλοι, όταν δεν έχει καμία ελπίδα.
Να δω πώς παλεύει να επιβιώσει από τον πάτο. Πολλοί συγγραφείς έγραψαν για ήρωες καταραμένους, χωρίς οι ίδιοι να είναι καθόλου έτσι. Γιατί πάντα σε γοητεύει το διαφορετικό.
Όπως και στον έρωτα: ερωτεύεσαι δυο μάτια και μία ψυχή αντίθετα προς εσένα, σε έλκει αυτό που δεν γνωρίζεις. Αυτό συμβαίνει και στο έργο: τα δύο αδέλφια μαλώνουν συνεχώς, έχουν όμως έναν ιδιότυπο ερωτισμό για εκείνο που είναι άγνωστο για τον καθέναν, για αυτό που ο καθένας τους πιστεύει ότι διαθέτει ο άλλος. Γι’ αυτό μένουν εκεί και συνεχίζουν την κουβέντα, τη μάχη, τη σχέση.
Πριν ασχοληθείτε, φανταζόσασταν κάπως τον κόσμο της υποκριτικής; Σε τι δικαιωθήκατε
και τι σας ξένισε όταν μπήκατε σε αυτόν;
Μ.Π.: Πριν μπω στην υποκριτική δεν είχα ιδέα πώς γίνεται το επάγγελμα. Οι γονείς μου με πήγαιναν θέατρο, έπαιζαν και οι ίδιοι ερασιτεχνικά κάποτε. Ταυτόχρονα, μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον εκκλησιαστικό, υπήρξα και παπαδάκι, αγαπούσα τα κείμενα της εκκλησίας, κατ’ επέκταση και της λογοτεχνίας. Και ενώ ονειρευόμουν να γίνω ποδοσφαιριστής, στην πραγματικότητα γνώριζα, χωρίς να το ξέρω, πολλά για την υποκριτική.
Πριν μπω στη σχολή του Εθνικού θεάτρου, είχα ονειρευτεί ότι θα είμαι με μια ομάδα παιδιών με τα οποία θα μοιραζόμαστε τους ίδιους πόνους, τα ίδια θέλω, την ίδια θέληση για γνώση. Τελικά, αυτό που ονειρευόμουν
συνέβη σε τετραπλάσιο βαθμό στη σχολή! Αυτό που δεν ήξερα, όμως, ήταν ότι χρειάζεται τόσος κόπος (γελάει). Και μετά, βγαίνοντας στο επάγγελμα, δεν είχα υπολογίσει ότι θέλει πάρα πολύ μεγάλη υπομονή μέχρι να φτάσεις να σου εμπιστεύονται ρόλους. Ειδικά στην Ελλάδα, που είναι βραδυφλεγής οργανισμός και δεν εμπιστεύεται εύκολα τα παιδιά της.
Με λίγες εξαιρέσεις, όπως ας πούμε ο σκηνοθέτης Λευτέρης Χαρίτος, οι περισσότεροι πάνε με την πεπατημένη, με ανθρώπους που ξέρουν. Και καταλήγεις σαν τον Αναστάση τον Ροϊλό, τον φίλο μου, που πήρε βραβείο Χορν πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού πέρσι! Παίζει χρόνια θέατρο ο άνθρωπος!
Έπρεπε να έχει βραβευτεί στα 28 του, όχι στα 36 του! (γελάει). Εντάξει, έχει και τα καλά του αυτό. Όταν αργείς να γίνεις πρωταγωνιστής, εξοπλίζεις τη φαρέτρα σου με πολλά όπλα, ωριμάζεις μέσα από τις δυσκολίες και, όταν σου έρχεται η μεγάλη ευκαιρία, είσαι πολύ πιο έτοιμος και είναι πολύ πιο δύσκολο να χάσεις τα μυαλά σου.
Πώς διαχειρίζεστε την έντονη αναγνωρισιμότητα που ξεκίνησε από τη «Μάγισσα»;
Μ.Π.: Ε, δεν είμαι και τόσο γνωστός πια! (γελάει) Όπως μου έλεγε και η Κατερίνα Λέχου, «Γνωστός θα γίνει μετά από τέσσερα σίριαλ με δυνατούς ρόλους!».
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι πέρσι, με τη «Μάγισσα», είχαμε πάει με τον Νίκο τον Ψαρρά στη Θεσσαλονίκη και, κάποια στιγμή, δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε στον δρόμο χωρίς να μας χαιρετήσουν, μας ήξεραν όλοι!
Όμως αυτό είναι μεγάλη ευλογία. Είναι πολύ τιμητικό να κάθονται οι άνθρωποι μπροστά στην τηλεόραση και να παρακολουθούν την εξομολόγησή σου. Με συγκινεί βαθιά όταν με χαιρετούν και καθόλου δεν με ενοχλεί όταν θέλουν μια φωτογραφία μαζί μου.
Δεν καταλαβαίνω εκείνους που πιέζονται από όλο αυτό. Το σέβομαι, εννοείται, αλλά εμένα η εκδήλωση αγάπης του κόσμου μού αρέσει πάρα πολύ, χωρίς να παίρνουν τα μυαλά μου αέρα, γιατί δεν πιστεύω ότι έχω φτάσει σε κάποια κορυφή, στους πρόποδες είμαι. Αυτό μου μαθαίνει το επάγγελμά μου: κάθε φορά, προσπαθώ να ανέβω ένα βουνό.
Ήταν και από τις καλύτερες σειρές που έχουμε δει, με συγκλονιστικό καστ, με απανωτά
ρεσιτάλ ερμηνειών...
Μ.Π.: Ήταν μια τρελή, μαγική κατάσταση. Λέγαμε συνεχώς με τους φίλους μου, τον Ροϊλό, την Έλλη την Τρίγγου, τον Θεοδόση τον Φυλακτό, τον Άρη τον Νινίκα, “Μα τι ζούμε!” Η Μάγισσα ήταν ό,τι πιο κοντά σε ό,τι έχω ονειρευτεί. Ήμασταν όλοι πάρα πολύ δεμένοι, σαν οικογένεια, παίζαμε και σε ένα από τα καλύτερα σενάρια που έχουν γραφτεί. Μου αρέσει και η «Φλεγόμενη καρδιά», σούπερ είναι, ειδικά αν σκεφτείς ότι τα παιδιά που παίζουν είχαν λιγότερο χρόνο από μας για να δέσουν μεταξύ τους.
Πώς προέκυψε η «Διάφανη αγάπη»;
Μ.Π.: Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να κάνω καλύτερο σίριαλ αυτή τη στιγμή. Αν και, όταν μου προτάθηκε ο ρόλος, δεν σας κρύβω ότι αγχώθηκα. Ξένο φορμάτ, ιταλικό... Επίσης, αναρωτιόμουν αν θα είχα και πάλι καλούς ηθοποιούς γύρω μου. Γιατί, κακά τα ψέματα, μόνος σου δεν καταφέρνεις τίποτα, αν δεν έχεις συμπαίκτες την έκατσες. Αλλά, έπειτα από έναν μαραθώνιο, μαζεύτηκε από το πουθενά μια ελίτ ηθοποιών, έτοιμη για Τσάμπιονς Λιγκ! Τον Ψαρρά τον ήθελα πάρα πολύ και η μικρή συμπρωταγωνίστριά μου, η Μέγκι Σούλη, είναι καταπληκτική!
Πιστεύετε στο μεταφυσικό ή κλίνετε στην απόλυτη λογική;
Μ.Π.: Δεν μου αρέσει τίποτα απόλυτο. Και τα δύο είναι χρήσιμα. Ως ηθοποιός, θεωρώ ότι αυτό που σε βγάζει στο σανίδι να πεις αυτά που πρέπει να εξομολογηθείς είναι κάτι μεγαλύτερο από σένα, αλλιώς δεν έχει καν νόημα να βγεις. Ταυτόχρονα, δεν μπορείς να απορρίψεις και τη λογική στη σκηνή.
Από τον Στέφανο τι μάθημα έχετε πάρει;
Μ.Π.: Της συγχώρεσης. Εν ζωή δεν άκουγε κανέναν, ήταν ματαιόδοξος, πίστευε μόνο στον εαυτό του και στη στεγνή λογική, δυσκολευόταν να αφουγκραστεί τις σχέσεις αγάπης γύρω του.
Τελικά, αυτό τον οδήγησε και στο μεγαλύτερο λάθος του: πέθανε! Σαν βλάκας! Προφανώς δεν φορούσε αλεξίσφαιρο- πίστευε ότι θα πάει με το παλτουδάκι του, θα πιάσει τον κακό και τέλος. Την προδοσία δεν την είχε υπολογίσει. Μετά βρέθηκε σε μια αλλόκοτη συνθήκη, να κινείται στις σκιές του κόσμου των ζωντανών, να ακούει μόνο, να μην μπορεί να δράσει.
Στη μετά θάνατον ζωή κάνει την πρώτη του ουσιαστική φιλία και αγαπάει πολύ περισσότερο, γιατί βλέπει ότι θυσίασε μια ευτυχισμένη ζωή για ένα καπρίτσο. Αυτό είναι το σημαντικότερο μάθημα: δεύτερη ζωή δεν έχει. Ό,τι κάνουμε τώρα, τέλος. Να ζήσουμε ευτυχισμένοι, με αγάπη, δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
Η αγάπη τι ρόλο παίζει στη ζωή σας;
Μ.Π.: Τον πιο σημαντικό. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αγάπη, θα πεθάνω, δεν υπάρχει περίπτωση. Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο από οτιδήποτε είναι αν δίνω αγάπη και να δημιουργώ σχέσεις. Ακόμα και συγκρουσιακές, αλλά να είναι ουσιαστικές. Να μπορώ να πω και συγγνώμη, να με συγχωρεί και ο απέναντί μου. Μου αρέσει η ευγένεια, ο ανταγωνισμός φθείρει και τον άνθρωπο και την κοινότητα. Δε νομίζω ότι υπάρχει άλλος τρόπος για να προχωρήσει μια κοινωνία, παρά μόνο με την αγάπη, τη σύμπνοια και τη συνδημιουργία.