Quantcast

Κάτια Γκουλιώνη: «Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει εμπειρία και δεν την εμπιστεύομαι»

Η πολυβραβευμένη ηθοποιός μάς μιλά με αφορμή τη νέα της ταινία, «Ο Νόμος του Μέρφυ», ένα κωμικό ταξίδι αυτογνωσίας σε σκηνοθεσία Άγγελου Φραντζή, που μετά την αβάν πρεμιέρ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης θα προβάλλεται στις αίθουσες από τις 21 Νοεμβρίου.

Δεν ακούς συχνά ηθοποιούς να λένε ότι δεν τους αρέσει να χρησιμοποιούν την εμπειρία τους ως μανδύα σε κάθε δουλειά που αναλαμβάνουν. Όμως για την πολυβραβευμένη ηθοποιό, σκηνοθέτη και ενδυματολόγο Κάτια Γκουλιώνη, κάθε συνάντηση με μια καινούρια ηρωίδα, είτε στο σανίδι είτε στην οθόνη, ξεκινάει από παρθενική βάση, από τη φρέσκια αφετηρία μιας διαδρομής γεμάτης ανακαλύψεις και εκπλήξεις.

Μέσα από τους κινηματογραφικούς και θεατρικούς της ρόλους, η Κάτια έχει μεταμορφωθεί σε «Πολυξένη», «Σωτηρία», «Άννα». Φέτος, στη μεγάλη οθόνη, συναντά τη Μαρία Αλίκη. Η ταινία «Ο Νόμος του Μέρφυ» του Άγγελου Φραντζή (ο οποίος την είχε σκηνοθετήσει, μεταξύ άλλων, και στη συγκλονιστική «Ευτυχία» του 2019) είναι κωμωδία. Η πρωταγωνίστρια της ιστορίας, Μαρία Αλίκη, είναι μια αποτυχημένη ηθοποιός η οποία, εξαιτίας ενός ατυχήματος, εισέρχεται σε μία αλλόκοτη πραγματικότητα.

Ξαφνικά, δεν ξέρει πού βρίσκεται. Δεν καταλαβαίνει αν ονειρεύεται, αν λιποθύμησε, αν πέθανε.

Παρακολουθεί, όμως, τον εαυτό της να προσπαθεί να χωρέσει σε ρόλους που ίσως θα είχε κερδίσει στη ζωή αν είχε κάνει διαφορετικές επιλογές, σε ρόλους που μοιάζει να έχουν σχεδιάσει άλλοι για εκείνη. Πώς θα καταφέρει να γυρίσει πίσω; Και, αλήθεια, θέλει να γυρίσει πίσω;

«Είναι ένα υπαρξιακό μπουλβάρ, όπου το γέλιο γίνεται ο μηχανισμός που μας ενώνει και μας απελευθερώνει», λέει ο σκηνοθέτης για την ταινία που, μετά την επίσημη πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, θα βγει στις αίθουσες στις 21 του μηνός από την Tanweer. «Το χιούμορ είναι ο τρόπος μας να αντιμετωπίζουμε τους εφιάλτες».

Στον «Νόμο του Μέρφυ» την Κάτια πλαισιώνουν οι Ανδρέας Κωνσταντίνου, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Νίκος Κουρής, Τόνια Σωτηροπούλου, Θάνος Τοκάκης, Χρήστος Στέργιογλου και άλλοι πολλοί και εκλεκτοί, ενώ το σενάριο συνυπογράφουν οι Άγγελος Φραντζής, Κατερίνα Μπέη και Κωστής Σαμαράς.

«Νόμος του Μερφυ» σημαίνει πως οτιδήποτε μπορεί να πάει στραβά, θα πάει στραβά. Αυτό συμβαίνει στην ταινία;

Κάτια Γκουλιώνη: «Μέρφυ» είναι το όνομα του σκύλου της ηρωίδας. Αλλά ναι, όλα πάνε από το κακό στο χειρότερο! Κάποιες φορές, αυτό ισχύει και στη ζωή, όμως αν δεις τον Νόμο του Μέρφυ με μία διαφορετική ματιά, στην πραγματικότητα είναι αστείος.

Τι παλεύει να πετύχει η Μαρία Αλίκη;

Κ.Γ.: Όσο βρίσκεται σε κώμα, προσπαθεί, σε ελάχιστο χρόνο, να παίξει όλους αυτούς τους ρόλους

που της δίνονται για να κερδίσει τη ζωή της, μεταφορικά και κυριολεκτικά.

Οι συνεχείς μεταμορφώσεις σε διασκέδασαν ή σε δυσκόλεψαν;

Κ.Γ.: Καταρχάς, η ταινία έχει 43 μονοπλάνα. Με δυσκόλεψε, λοιπόν, η ταχύτητα που έπρεπε να έχω, γιατί τα μονοπλάνα απαιτούν μεγάλη ενεργητικότητα από τον ηθοποιό -και από όλες τις ειδικότητες στο πλατό. Σε φέρνουν σε κατάσταση υψηλής συγκέντρωσης, δεν μπορείς να “κλέψεις” από πουθενά. Οι μεταμορφώσεις, πάλι, είναι άλλη ιστορία.

Στην πραγματική της ζωή, η Αλίκη είχε κάνει κατάψυξη ωαρίων και κανένα δεν βγήκε καλό. Και τώρα, ξαφνικά, μεταμορφώνεται σε μαμά με μια ντουζίνα παιδιά! Σε μια άλλη εκδοχή, μεταμορφώνεται σε διάσημη ινσταγκράμερ. Όμως, σε καμία από τις εκδοχές που της δίνονται δεν μπορεί να προσαρμοστεί.

Σε όλες αποτυγχάνει, και βρίσκω ότι έχει τρομερό χιούμορ αυτό! Αυτό το πράγμα, που πρέπει να πετυχαίνουμε σε ό,τι και αν κάνουμε, σε πολλαπλούς ρόλους, ως ωραίες γυναίκες, ως επαγγελματίες, ως μαμάδες, μας ρίχνει σε έναν ατέλειωτο αγώνα επιδόσεων που στραγγαλίζει τον αυθορμητισμό μας και μας κάνει να ξεχνάμε την πραγματική μας ταυτότητα και την πραγματική μας επιθυμία.

Η Μαρία Αλίκη, λοιπόν, απελευθερώνεται και βρίσκει τον εαυτό της μέσω της αποτυχίας. Συμφιλιώνεται και με την αποτυχία και με την ίδια της την ύπαρξη.

Ο συνδυασμός «Κάτια Γκουλιώνη-κωμωδία» μας αιφνιδιάζει λίγο, σωστά;

Κ.Γ.: Ναι, το καταλαβαίνω. Κι όμως, τη Μαρία Αλίκη τη θεωρώ πολύ πιο κοντά σε μένα από τους προηγούμενους ρόλους που έχω παίξει. Με τη δυσκολία, φυσικά, που έχει η κωμωδία, γιατί είναι ένα αναρχικό είδος και δεν περιορίζεται. Στην ταινία έχουμε αναφορές στη σκρούμπολ κωμωδία (σσ. είδος που αναπτύχθηκε στο Χόλιγουντ στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης) αλλά και σε stand up κωμικούς, όπως ο Λένι Μπρους και ο Άντι Κάουφμαν.

Μου άρεσαν τρομερά τα σόου τους και τα απελπισμένα τους μάτια. Όλα αυτά που έλεγαν ήταν αστεία, όμως η ενέργεια και τα βλέμματά τους είχαν μια απελπισία- και την ξεπατίκωσα! (γελάει).

Μία ακόμα αναφορά για μένα ήταν ο Κάρι Γκραντ. Η σωματική υπερδιέγερση που εξέπεμπε, αυτή η αίσθηση ότι είχε μόλις τρέξει χιλιόμετρα, ακόμα και όταν στην οθόνη τον έβλεπες ακίνητο σε ένα σαλόνι. Δεν υπάρχει μόνο μία εκδοχή στα πράγματα. Η κωμωδία έχει τραγική βάση, όπως και η τραγωδία έχει κωμικές πτυχές.

Υπάρχει, βλέπεις, και ένα κόμπλεξ με τη χαρά, γιατί οτιδήποτε προκαλεί γέλιο θεωρείται ελαφρύ είδος. Εγώ δεν το βλέπω καθόλου έτσι.

Σε μια σκηνή, κάποιος ρωτάει: «Ποια είσαι, Μαρία Αλίκη;». Μπορείς να απαντήσεις στην ερώτηση «Ποια είσαι, Κάτια;»

Κ.Γ.: Όχι. Αν ξέραμε ποιοι είμαστε ακριβώς, δεν θα μιλούσαμε αυτή τη στιγμή, δεν θα έκανες τη δουλειά που κάνεις, ούτε εγώ τη δική μου. Ούτε σχέσεις θα κάναμε, ούτε φιλίες, ούτε τίποτα. Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτό, εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ. Εδώ για μια ταινία συζητάμε, η οποία υπάρχει μέσα σε ένα πλαίσιο, και πάλι δυσκολευόμαστε να μιλήσουμε γι αυτήν. Πόσο μάλλον για μια προσωπικότητα, που είναι εκατό χιλιάδες πράγματα μαζί.

Ο Άγγελος Φραντζής σε έχει σκηνοθετήσει κι άλλες φορές. Πώς έχει εξελιχθεί η συνεργασία σας;

Κ.Γ.: Έχουμε δημιουργήσει έναν κώδικα επικοινωνίας, με τρομερή ενέργεια στην προετοιμασία και στο πώς συνενοούμαστε. Φτιάχνεται ένας ολόκληρος κόσμος πριν από το γύρισμα, στον οποίο βουτάμε και ψάχνουμε διάφορα πράγματα τα οποία μπορεί να μην έχουν καν σχέση με την αρχική ιδέα. Κάθε φορά είναι μια υπέροχη διαδικασία. Με την ευκαιρία, θέλω να αναφερθώ και στον Διευθυντή Φωτογραφίας του «Νόμου του Μέρφυ», τον Γιώργο Καρβέλα. Θαυμάζω τρομερά όλες τις δουλειές του!

Είναι πιο εύκολο να υποδύεσαι ένα πρόσωπο που υπήρξε στην πραγματικότητα;

Κ.Γ.: Πιο δύσκολο, γιατί υπάρχουν ήδη αναφορές για τον τρόπο που μιλάει ή κινείται αυτό το πρόσωπο, για τη φυσιογνωμία του…Δεν πήγα να ξεπατικώσω τη Σωτηρία, την Ευτυχία ή την Πολυξένη, ενώ είχα πολλά στοιχεία και για τις τρεις. Η βασική μου αναφορά για την Ευτυχία ήταν η Πάτι Σμιθ.

Για την Πολυξένη, σκεφτόμουν τα μάτια και την κινησιολογία του Ίαν Κέρτις, του τραγουδιστή των Joy Division. Για τη Σωτηρία άκουγα τζαζ και παρατηρούσα τον Μάντι Γουότερς, έναν τζαζίστα που λατρεύω. Φέρνω αυτά τα παραδείγματα για να πω ότι δεν θα χρησιμοποιούσα αυτό που μου δίνεται για να αντλήσω έμπνευση, αλλά κάτι εντελώς διαφορετικό.

Για μια πολυβραβευμένη ηθοποιό (και ενδυματολόγο) κάθε καινούριο project είναι πιο σίγουρο ή

πιο αγχωτικό;

Κ.Γ.: Όχι. Κάθε φορά ξεκινάω από την αρχή. Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει εμπειρία. Και δεν την

εμπιστεύομαι. Μου αρέσει να κάνω και λάθη. Δεν μου αρέσει να αντιμετωπίζω κάτι με τον μανδύα

της εμπειρίας και να προχωράω σε ασφαλή μονοπάτια για να το παραδώσω.

Υπάρχει κάποιο κοινό σημείο στις ηρωίδες που επιλέγεις;

Κ.Γ.: Υπάρχει ένα σημείο που, αν λείπει, δεν θα τις επιλέξω: δεν με ενδιαφέρει να παίξω ηρωίδες που έχουν μεταφερθεί με έναν στερεοτυπικό τρόπο. Γι΄ αυτό και για πολύ καιρό απέφευγα την\ τηλεόραση, μέχρι τη μίνι σειρά μυστηρίου “Μαύροι πίνακες” που έκανα τώρα, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Φιλιώτου και σενάριο Σοφίας Καζαντζιάν και Μάριου Ιορδάνου.

Στην ηρωίδα, που είναι αστυνομικός σε μια μικρή κοινωνία, με γοήτευσε ότι προσπαθεί να τα κάνει όλα με τον καλύτερο τρόπο, να είναι μαμά και να είναι και αποτελεσματική στη δουλειά της, σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, χωρίς να χάνει τη γυναικεία της ταυτότητα. Επίσης, το ότι σταδιακά αρχίζει και πετάει από πάνω της τη στολή που φοράει, το επάγγελμά της δηλαδή, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Νιώθεις περισσότερο ο εαυτός σου στη σκηνή ή μπροστά στην κάμερα;

Κ.Γ.: Και στα δύο. Είναι ίδια η διαδικασία. Το μόνο που με στενοχωρεί λίγο, καμιά φορά, είναι ότι υπάρχει μια ευαλωτότητα όταν εκτίθεσαι και όταν τυχαίνει ο άλλος να μην το κατανοεί, να μην είναι στο ίδιο μήκος κύματος, είναι πληγωτικό. Δεν αναφέρομαι, βέβαια, στους συναδέλφους μου, μόνο κατανόηση και βοήθεια έχω εισπράξει από εκείνους.

Τι κρατάς περισσότερο από κάθε δουλειά όπου συμμετέχεις;

Κ.Γ.: Αν έχει μπει πάθος στη διαδικασία, αυτό είναι το ανέγγιχτο και πολυτιμότερο κομμάτι για μένα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Το μότο των γυρισμάτων μας ήταν «μπράβο στα λάθη που κάναμε!»- για όλες τις ειδικότητες. Αυτό το κομμάτι δεν φεύγει ποτέ από τη συναισθηματική βιβλιοθήκη σου για μια δουλειά.

Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης θα σε δούμε και στην ταινία «Θολός Βυθός» της Ελένης Αλεξανδράκη

Κ.Γ.: Είναι μικρός ρόλος. Υποδύομαι μία κακοποιητική δασκάλα, την περίοδο που έκανε παιδομαζώματα η Φρειδερίκη.

Τι περιμένεις να πάρει ο θεατής από τον «Νόμο του Μέρφυ»;

Κ.Γ.: Την ελπίδα που είχαμε όταν ήμασταν μικρά παιδιά.