Οι εποχές αλλάζουν και μαζί τους οι αγορές, οι βιομηχανίες και οι απαιτήσεις για ανάπτυξη.
Οι επιχειρήσεις, ειδικά οι μικρομεσαίες και οι μεσαίου μεγέθους, έχουν ανάγκη από κεφάλαια, ώστε να μπορέσουν να επενδύσουν στην ψηφιακή τους αναβάθμιση, στη διεύρυνση του προσωπικού τους και στη βελτίωση του παραγόμενου προϊόντος και των παρεχόμενων υπηρεσιών τους.
Σημαντικό ρόλο στην υλοποίηση όλων αυτών των επιχειρηματικών σχεδίων παίζει η άντληση ρευστότητας και σε ένα περιβάλλον υψηλών επιτοκίων τα κάθε μορφής χρηματοδοτικά προγράμματα αποτελούν τον καλύτερο σύμμαχο των επιχειρήσεων.
Τόσο οι τράπεζες, μέσω της επιδότησης επιτοκίου από κρατικούς φορείς, όσο και τα κεφάλαια από το ΕΣΠΑ, τον αναπτυξιακό νόμο και το Ταμείο Ανάκαμψης δίνουν τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να διατηρήσουν και να αυξήσουν τη δυναμική τους και την ανταγωνιστικότητά τους.
Τα χρηματοδοτικά προγράμματα φέρνουν μια σειρά από πλεονεκτήματα για την επιχειρηματική κοινότητα.
Πρώτον, με την παροχή φθηνής ρευστότητας, οι επιχειρήσεις αποκτούν τη δυνατότητα να διατηρούν υγιείς ταμειακές ροές, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγουν σε δανεισμό με υψηλότερο κόστος.
Δεύτερον, η πρόσβαση σε αυτούς τους πόρους επιτρέπει την εφαρμογή αμβλυντικών μέτρων κινδύνου, δίνοντας τη δυνατότητα σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να τολμήσουν στην υλοποίηση επενδύσεων.
Τρίτον, η ρευστότητα από χρηματοδοτικά προγράμματα δίνει την ευκαιρία για αύξηση του προσωπικού και βοηθά στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Αυτό οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικότητας και υποστηρίζει την ανάπτυξη της εταιρείας.
Προσοχή, όμως!
Η διαχείριση των προγραμμάτων αυτών, τόσο από τους οργανισμούς που τα χορηγούν, όσο και από τις επιχειρήσεις που τα λαμβάνουν, πρέπει να είναι κάτι παραπάνω από προσεκτική.
Από τη μία πλευρά, κράτος και τράπεζες οφείλουν να λειτουργούν με υψηλές και αποδοτικές ταχύτητες, ώστε να υλοποιείται όσο το δυνατόν συντομότερα η χορήγηση της ρευστότητας. Αυτό απαιτεί την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ της τάχιστης ικανοποίησης του αιτήματος της επιχείρησης από τη μία πλευρά, αλλά και της προσεκτικής εξέτασης του φακέλου από την άλλη, ώστε να μην υπάρξει η παραμικρή αδικία μεταξύ των δικαιούχων εις βάρος του ανταγωνισμού
και, ταυτόχρονα, να μη μένουν αναξιοποίητα σημαντικά κονδύλια, κυρίως όταν αυτά έρχονται από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Από την άλλη πλευρά, οι ίδιες οι επιχειρήσεις οφείλουν να αντιμετωπίζουν αυτή τη ρευστότητα ως ευκαιρία ανάπτυξης και ενίσχυσης των δυνατοτήτων τους και όχι με τη λογική της αρπαχτής και της ευκαιρίας για αγορές πολυτελών προσωπικών αγαθών.
Οφείλουν να διεκδικούν τέτοιου είδους χρηματοδοτήσεις, όταν πραγματικά πληρούν τις προϋποθέσεις για να τις λάβουν και όχι με ψεύτικα δεδομένα και παραπλανητικά στοιχεία.
Διότι μόνο με σωστή διαχείριση και αντιμετώπιση από όλες τις πλευρές θα μπορέσει η ρευστότητα αυτή (από ΕΣΠΑ και Ταμείο Ανάκαμψης) να συμβάλει όσο εκτιμάται στην ανάπτυξη της οικονομίας. Δηλαδή, να συνεισφέρει φέτος σε ποσοστό μεγαλύτερο από 60% στο +2,9% του ελληνικού ΑΕΠ.