Στη σκιά μιας διεθνούς σκηνής που συνεχώς μεταβάλλεται, η Ελλάδα μπορεί και φέτος, για ακόμα μία χρονιά, να αποτελέσει case study, δημιουργώντας ισχυρές βάσεις για ένα στέρεο οικονομικό μέλλον.
Μετά από μια περίοδο που χαρακτηρίστηκε από αβεβαιότητες και δυσκολίες, η χώρα ενισχύει ακόμα περισσότερο το προφίλ της, ως πόλου έλξης επενδύσεων, αφήνοντας ταυτόχρονα πολλές υποσχέσεις για την ανάπτυξη τομέων, όπως ο τουρισμός, οι ψηφιακές τεχνολογίες και η αγροδιατροφή.
Η δραστική μείωση του δημόσιου χρέους ανοίγει νέους ορίζοντες για την εθνική οικονομία, ελαττώνοντας το βάρος των παρελθοντικών δεσμεύσεων και αυξάνοντας την πιστωτική αξιοπιστία της χώρας στις διεθνείς αγορές. Αυτή η θετική εξέλιξη συντελεί στην απόκτηση μιας πιο ισχυρής θέσης για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, κάτι που αποδεικνύουν τα στατιστικά δεδομένα των τελευταίων ετών.
Παράλληλα, η Ελλάδα αναδεικνύεται όλο και περισσότερο ως ένας δυναμικός τουριστικός προορισμός. Ο φυσικός πλούτος, ο πολιτισμικός θησαυρός και η παγκοσμίως αναγνωρισμένη φιλοξενία είναι παράγοντες που προσφέρουν μια ακλόνητη βάση για τη διατήρηση και την περαιτέρω ενίσχυση της τουριστικής εισροής. Πάντα, βέβαια, με την προϋπόθεση ότι δουλεύουμε διαρκώς πάνω στην αναβάθμιση και στη βελτίωση των υποδομών και των παρεχόμενων υπηρεσιών, ώστε να μπορούμε να υποστηρίζουμε τόσο τις αυξανόμενες τουριστικές ροές, όσο και το ζητούμενο –υψηλό- επίπεδο service.
Εντούτοις, δεν είναι όλα στρωμένα με ροδοπέταλα. Η αυξημένη πολιτική αστάθεια σε ορισμένες περιοχές και η γενικότερη παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα, λόγω του επίμονα υψηλού πληθωρισμού και -κατ’ επέκταση- των υψηλών επιτοκίων, δεν πρέπει να υποτιμηθούν. Αυτοί οι παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τόσο τα κρατικά έσοδα, όσο και το επενδυτικό κλίμα, προκαλώντας αναταράξεις και σε εισαγωγές και εξαγωγές.
Ταυτόχρονα, ενώ η δραστική μείωση του δημόσιου χρέους είναι κάτι παραπάνω από ενθαρρυντική, η διαχείριση των δημόσιων δαπανών παραμένει μια σημαντική πρόκληση, δεδομένης και της επιστροφής της ευρωζώνης σε αυστηρότερους δημοσιονομικούς κανόνες, μετά από μια τετραετία χαλάρωσης, λόγω της ανάγκης στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, εν μέσω πανδημίας και ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης. Συνεπώς, απαιτούνται ιδιαίτερη προσοχή και η εύρεση της κατάλληλης ισορροπίας, μεταξύ της συνέχισης της υποστήριξης της οικονομίας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας, ώστε να διασφαλιστεί η μακροχρόνια σταθερότητα.
Συνεπώς, η χώρα μας, ακολουθώντας μια στρατηγική δομημένη πάνω σε ελκυστικές επενδύσεις, τουρισμό, και καινοτομία, μπορεί να ξεπεράσει τα εξωτερικά εμπόδια και να συνεχίσει να βελτιώνει το οικονομικό προφίλ της. Δηλαδή, να επιβεβαιώσει τις εκτιμήσεις της πρόσφατης έκθεσης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ότι όλοι αυτοί οι κίνδυνοι έχουν μετριαστεί για την ελληνική οικονομία. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι όλα έχουν τελειώσει. Το αντίθετο. Σημαίνει συνέχεια στην προσέγγιση που ακολουθούμε τα τελευταία χρόνια: Δηλαδή, σοβαρότητα, καινοτομία και αξιοπιστία. Με αυτές τις προϋποθέσεις, το μέλλον για τη χώρα είναι κάτι παραπάνω από ευοίωνο.