Quantcast

Ιωάννα Καλαντζάκου-Τσατσαρώνη: Η απαλλαγή του πτωχού οφειλέτη μετά τις τροποποιήσεις του ν.5072/2023

Με τη συμπλήρωση τριών περίπου ετών εφαρμογής του νέου πτωχευτικού νόμου 4738/2020 διαπιστώθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο (καθώς οι  νόμοι δοκιμάζονται στην πράξη), η ανάγκη διορθωτικών παρεμβάσεων για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του.

Ο νόμος 5072/2023, που ψηφίστηκε στις αρχές Δεκεμβρίου 2023, βελτίωσε πράγματι σε πολλά σημεία τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών, όπως με την υποχρέωση διαφάνειας, ενημέρωσης και σεβασμού των δικαιωμάτων των οφειλετών από τους servicers και την αυτόματη υποχρεωτική αποδοχή της πρότασης αναδιάρθρωσης του χρέους των ευάλωτων οφειλετών από το σύνολο των πιστωτών.  Σημαντικές όμως είναι και οι διατάξεις σχετικά με την απαλλαγή των οφειλετών που κηρύσσονται σε κατάσταση πτώχευσης από τα παλαιά χρέη τους, ώστε να αποκτούν μια «δεύτερη ευκαιρία» οικονομικής δραστηριοποίησης.

Η απαλλαγή αυτή αποτελεί θεσμό εξαιρετικά κρίσιμο για τους πολλούς υπερχρεωμένους συμπολίτες μας, των οποίων η περιουσιακή κατάσταση δεν αφήνει περιθώρια ρύθμισης των οφειλών τους. Για τους πολίτες αυτούς η κήρυξη σε πτώχευση αποτελεί μονόδρομο, προκειμένου να διανεμηθεί μεν η όποια περιουσία τους στους πιστωτές τους, να αποκτήσουν όμως οι ίδιοι την οικονομική ελευθερία να εργαστούν ή να επιχειρήσουν εκ νέου χωρίς το βάρος των παλαιών οφειλών τους. Η απαλλαγή αυτή επέρχεται τρία χρόνια μετά την πτώχευση – ή ένα χρόνο μετά από αυτήν στις περιπτώσεις που ο πτωχός έχει περιουσία αξίας μεγαλύτερης των € 100.000 και του 10% του συνόλου των χρεών του.

Η πρακτική εφαρμογή του ν. 4738/2020 είχε αναδείξει ως προς το ζήτημα της απαλλαγής ένα σημαντικό πρόβλημα: καθώς ο νόμος δεν προέβλεπε δικαστικό όργανο αρμόδιο να διαπιστώνει αν η απαλλαγή επήλθε ή όχι, υπήρχε αβεβαιότητα ως προς το αν ο πτωχός ήταν επίσημα και τυπικά ελεύθερος να δραστηριοποιηθεί και υπήρχε το ενδεχόμενο, εάν οι πιστωτές δεν αποδέχονταν την απαλλαγή, να χρειαστούν μακρόχρονες δικαστικές διαδικασίες για την άρση της αβεβαιότητας αυτής.

Ο νέος νόμος 5072/2023 έλυσε το ζήτημα –οριστικά και ορθά- αναθέτοντας στον Εισηγητή Δικαστή της πτώχευσης να εκδίδει πράξη, με την οποία διαπιστώνει την επέλευση της απαλλαγής, εφόσον δεν εκκρεμεί προσφυγή κατά της απαλλαγής από πιστωτή του πτωχού. Η ρύθμιση αυτή αίρει την αβεβαιότητα που γεννάτο στην πράξη υπό το καθεστώς του ν.4738/2020 που στερούσε τη δυνατότητα οικονομικής επανεκκίνησης στον πτωχό που πληρούσε τις προϋποθέσεις απαλλαγής - και είναι απόλυτα εύστοχη, αφορά όμως μόνο τις περιπτώσεις στις οποίες έχουν ανοίξει εργασίες πτώχευσης και έχει διοριστεί σύνδικος. Αντιθέτως το νομοθετικό κενό παραμένει στις περιπτώσεις όπου το πτωχευτικό δικαστήριο, λόγω έλλειψης περιουσίας επαρκούς για τη χρηματοδότηση των εργασιών της πτώχευσης, δεν διορίζει σύνδικο, αλλά διατάσσει την καταχώριση του ονόματος του πτωχού στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. Ο νομοθέτης πρέπει, άρα, να θεσπίσει και για τις περιπτώσεις αυτές μία διαδικασία διαπίστωσης της επέλευσης της απαλλαγής: το εύλογο είναι να ανατεθεί και αυτή η αρμοδιότητα στον  εισηγητή πτωχεύσεων του πτωχευτικού δικαστηρίου.

Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η δυνατότητα επαναδραστηριοποίησης των απαλλακτέων πτωχών δεν συνδέεται στην πράξη μόνο με το πτωχευτικό δίκαιο, αλλά και με το ποινικό. Η ελληνική ποινική νομοθεσία προβλέπει σειρά πλημμελημάτων με απειλούμενες ποινές φυλάκισης συνήθως άνω του ενός έτους (εξαρτάται από το ύψος των οφειλών) για μη πληρωμή χρεών π.χ. προς το Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία, τους εργαζομένους και τους κομιστές επιταγών, των οποίων η πτώχευση δεν εξαλείφει το αξιόποινο, αλλά εκτιμάται ως ελαφρυντικό κατά την κρίση κάθε ποινικού δικαστηρίου κατά την επιβολή της ποινής. Εάν προωθηθούν οι προτάσεις του υπουργού Δικαιοσύνης να εκτίεται μέρος της ποινής για τα αδικήματα που η επιβληθείσα ποινή είναι άνω του ενός (1) έτους και συνολική έκτιση της ποινής για ποινή άνω των τριών (3) ετών , τότε οι υπερχρεωμένοι οφειλέτες θα αντιμετωπίζουν  κίνδυνο να αποστερηθούν την ελευθερία τους,  πράγμα που θα περιορίζει ή και θα αναιρεί εντελώς την πρακτική αξία της «δεύτερης ευκαιρίας». Οι αλλαγές στον ποινικό κώδικα δεν πρέπει να είναι οριζόντιες, παραγνωρίζοντας τα ως άνω αναφερόμενα και την έλλειψη δόλου, και, όπως κάθε ποινική «αυστηροποίηση», δεν πρέπει να εισαχθούν «εν θερμώ», αλλά μετά από προσεκτική μελέτη των επιπτώσεών τους.

Η «δεύτερη ευκαιρία», όπως έχουμε επανειλημμένα τονίσει, είναι πολύ σημαντική τόσο για την αξιοπρέπεια και την ελευθερία των συμπολιτών μας που υπερχρεώνονται, όσο και για την εθνική οικονομία, καθώς επαναφέρει στο δυναμικό της άτομα με ικανότητες και δυνατότητα προσφοράς, που χωρίς αυτήν αποσύρονται από την οικονομική δράση ή καταφεύγουν στην άδηλη οικονομία. Είναι, άρα, στοίχημα για τη χώρα να λειτουργήσει η «δεύτερη ευκαιρία» στην πράξη και να μην μείνει γράμμα κενό.

*Δικηγόρος - Μέλος Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής Πτωχευτικού Κώδικα 2007- Επικεφαλής της Επιτροπής Πτωχευτικού Δικαίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (σε σχέση με τον Πτωχευτικό Νόμο 4738/20 και τις τροποιήσεις του) -Μέλος Δ.Σ του Συνδέσμου Ελλήνων Εμπορικολόγων - τ. Αντιπρ. Δ.Σ.Α – Πολιτευτής Ν.Δ