Η αισχροκέρδεια και οι συνθήκες του λεγόμενου «πληθωρισμού απληστίας» δεν έχουν φύγει από την αγορά.
Η ύπαρξή τους, ιδίως στα βασικά αγαθά, ενδιάμεσα ή τελικά, δημιουργούν ένα περιβάλλον οικονομικού στραγγαλισμού για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, καθώς από τη μια πλευρά εκτοξεύουν το κόστος εισροών (π.χ. ενέργεια και πρώτες ύλες) και από την άλλη περιορίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, συμπιέζοντας περαιτέρω την καταναλωτική ζήτηση.
Μέχρι σήμερα και πάρα τις επισημάνσεις που γίνονται από τους φορείς των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) αλλά και τους καταναλωτές, η συζήτηση παραμένει επιφανειακή, με την πολιτεία να παραδέχεται το πρόβλημα αλλά μόνο να το παρατηρεί και να μην παίρνει δραστικά μέτρα για την αντιμετώπισή του.
Η τελευταία ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας
Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας (IME ΓΣΕΒΕΕ) είχε, φέτος, ως ειδικό θέμα τον ανταγωνισμό και επιχείρησε να αποτυπώσει τις σημαντικότερες τάσεις που διαμορφώνουν το οικονομικό και κοινωνικό οικοσύστημα εντός του οποίου δραστηριοποιούνται οι ΜμΕ. Εστίασε στο θέμα του ανταγωνισμού στην ελληνική οικονομία και είναι ενδεικτικό ότι από την εξέταση του μεριδίου των πέντε μεγαλύτερων επιχειρήσεων σε κάθε κλάδο, στην ελληνική οικονομία επικρατεί ένας βαθύτατος διχασμός.
Στους κλάδους της μεγάλης βιομηχανίας δεσπόζουν ολιγοπώλια ή ολιγοπωλιακές τάσεις, ενώ στους κλάδους που κυριαρχούν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις κυριαρχούν συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού.
Παράλληλα, οι έρευνες οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ αποκαλύπτουν υψηλή συσχέτιση του μεγέθους της επιχείρησης με την αύξηση ή τη μείωση του κύκλου εργασιών, με εμφανές συμπέρασμα ότι οι πόροι της οικονομίας συγκεντρώνονται με αυξανόμενη ένταση στα χέρια όλο και λιγότερων. Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι εννέα στις δέκα μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις πιστεύουν ότι στην ελληνική οικονομία υπάρχουν ολιγοπώλια που ελέγχουν μεγάλο μέρος της αγοράς και διαμορφώνουν τις τιμές, την ίδια ώρα που πάνω από οκτώ στις δέκα θεωρούν ότι οι μέχρι σήμερα πολιτικές που έχουν ακολουθηθεί δεν έχουν συμβάλει στην αποφυγή αθέμιτων ολιγοπωλιακών πρακτικών.
Με βάση, λοιπόν, τα δεδομένα αυτά, είναι σαφές ότι χρειάζονται πολιτικές παρέμβασης που θα αποτρέψουν τη στρέβλωση του ανταγωνισμού και ταυτόχρονα θα ενδυναμώσουν τη θέση των μικρών επιχειρήσεων οι οποίες έχουν δει το λειτουργικό τους κόστος να αυξάνεται μέσα σε μία διετία κατά 37%.
Ηρθε, λοιπόν, η στιγμή για την πολιτεία να ανοίξει έναν ειλικρινή διάλογο με τους φορείς της αγοράς και παράλληλα να ενεργοποιήσει όλους τους κατάλληλους μηχανισμούς προκειμένου να αντιμετωπιστούν φαινόμενα ολιγοπωλιακής διάρθρωσης, εναρμονισμένων πρακτικών, καταστρατήγησης των βασικών κανόνων υγιούς ανταγωνισμού. Οι μικρές επιχειρήσεις έχουν επισημάνει και καταθέσει τις θέσεις τους για το πρόβλημα και περιμένουν.