Με αγωνία αναμένουν οι επιχειρήσεις τα στοιχεία με τις πωλήσεις του τρίτου τριμήνου, δηλαδή των μηνών Ιουνίου, Ιουλίου και Αυγούστου, αφού αυτά θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό τα αποτελέσματα της φετινής χρονιάς για τον συνολικό τζίρο του λιανικού εμπορίου.
Καθοριστική συμβολή στη διαμόρφωση των πωλήσεων αναμένεται να έχουν τα αποτελέσματα των φετινών θερινών εκπτώσεων. Μια εκπτωτική περίοδο κατά την οποία οι Ελληνες καταναλωτές προχωρούν σε αγορές προϊόντων που έχουν άμεση ανάγκη, εξαιτίας της μειωμένης αγοραστικής δύναμης, η οποία οφείλεται στη γενικευμένη ακρίβεια στα τρόφιμα, στα ενοίκια, στα καύσιμα, στους λογαριασμούς ενέργειας και σε άλλες βασικές δαπάνες για τα ελληνικά νοικοκυριά. Εξάλλου, το μεγαλύτερο ποσοστό των οικογενειακού προϋπολογισμού διατίθεται για την πληρωμή πάγιων δαπανών, με αποτέλεσμα να απομένει, στην καλύτερη περίπτωση, ένα πολύ μικρό διαθέσιμο εισόδημα για αγορές που δεν είναι άμεσης ανάγκης, όπως, για παράδειγμα, τα είδη ένδυσης και υπόδησης. Ας ελπίσουμε ο τουρισμός να δώσει την πολυπόθητη «ανάσα» που έχει ανάγκη το ελληνικό εμπόριο, έτσι ώστε τουλάχιστον οι εμπορικές επιχειρήσεις που λειτουργούν σε τουριστικές περιοχές να αυξήσουν τις πωλήσεις τους.
Την ίδια στιγμή, ο τζίρος στο λιανικό εμπόριο το πρώτο εξάμηνο του 2024 δείχνει επιβράδυνση της αύξησης που παρατηρήθηκε τις δύο προηγούμενες χρονιές, δηλαδή το 2022 και το 2023. Μάλιστα, χωρίς τις κατηγορίες τρόφιμα, καύσιμα και οχήματα, αναλογεί στο 36% του συνόλου της λιανικής. Για του λόγου το αληθές, ο κύκλος εργασιών στο λιανικό εμπόριο, σε ετήσια βάση, αυξήθηκε πέρυσι κατά 7% και έφτασε τα 68,2 δισ. ευρώ. Αν όμως εξαιρέσουμε τρόφιμα, καύσιμα και οχήματα, ο τζίρος έφτασε τα 24,8 δισ. ευρώ, ενώ για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν ξεπέρασε τα 20 δισ. ευρώ και, μάλιστα, με αύξηση που περιορίστηκε στο 1,7%, δηλαδή πολύ μικρότερη του ετήσιου πληθωρισμού. Από τα παραπάνω στοιχεία δεν πρέπει να μας διαφεύγουν οι ετήσιες online αγορές αγαθών που φτάνουν τα 17,5 δισ. ευρώ και αντιστοιχούν στο 25% των συνολικών πωλήσεων, εκ των οποίων μόνο το 50% μένει στην ελληνική αγορά. Τα συγκριτικά στοιχεία του πρώτου εξαμήνου δείχνουν επιβράδυνση των πωλήσεων κατά το ήμισυ στο 3,4% και την ακρίβεια να «φρενάρει» την κατανάλωση, η οποία, σημειωτέον, συμμετέχει στο 70% του ΑΕΠ της χώρας μας. Οι έμποροι έχουν μάθει τα τελευταία χρόνια να επιβιώνουν κάτω από δύσκολες οικονομικές συνθήκες. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης. Ανάπτυξη που ευελπιστούμε να έχουν οι επιχειρήσεις, πολλές από τις οποίες έχουν «πληρώσει» ήδη τον λογαριασμό του υψηλού πληθωρισμού τα τελευταία τρία χρόνια. Με στόχο τη στήριξη των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων, θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία, προκειμένου να αποκτήσουν την απαιτούμενη ρευστότητα.