Αμετάβλητη στο ΒΒΒ- με ουδέτερο outlook άφησε ο οίκος FitchRatings την αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας.
Οι αξιολογήσεις της Ελλάδας, αναφέρει ο οίκος, υποστηρίζονται από το επίπεδο του κατά κεφαλήν εισοδήματός της που υπερβαίνει το μέσο επίπεδο των χωρών με αξιόχρεο «ΒΒΒ» και τους δείκτες διακυβέρνησης που είναι στο αντίστοιχο επίπεδο με τις χώρες αυτές, καθώς και από ένα αξιόπιστο πλαίσιο πολιτικής που υποστηρίζεται από τη συμμετοχή της στην ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ.
Η δημοσιονομική και μακροοικονομική προσαρμογή έχει επιταχυνθεί τα τελευταία χρόνια, με βάση τη βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών και την αξιοπιστία της πολιτικής.
«Τα πλεονεκτήματα αυτά αντιπαραβάλλονται με τις παρακαταθήκες της κρίσης δημόσιου χρέους, ιδίως το πολύ υψηλό, αλλά σταθερά μειούμενο δημόσιο χρέος, καθώς και τη σημαντική απώλεια οικονομικής παραγωγής, το χαμηλό ποσοστό επενδύσεων, τις επίμονες εξωτερικές ανισορροπίες και τις παλαιές δυνητικές υποχρεώσεις του τραπεζικού τομέα, σημειώνει ο οίκος».
Ως βασικούς παράγοντες της αξιολόγησής του, ο Fitch αναφέρει:
Συνετή δημοσιονομική στάση. «Αναμένουμε ότι η υγιής δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης θα συνεχιστεί το 2025 και το 2026. Η Ελλάδα έχει επιτύχει μια ισχυρή δημοσιονομική θέση μετά την πανδημία και τα ενεργειακά σοκ, με ένα δημοσιονομικό έλλειμμα που εκτιμάται γύρω στο 1% του ΑΕΠ φέτος. Αυτό είναι πιο ευνοϊκό από το σημερινό διάμεσο έλλειμμα των χωρών με αξιολόγηση «ΒΒΒ» (2,6%) και κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (3,1%).
Τα έσοδα ενισχύονται από τη βελτίωση της είσπραξης φόρων, ενώ οι δαπάνες βρίσκονται υπό αυστηρό κυβερνητικό έλεγχο. Προβλέπουμε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού θα παραμείνει πάνω από το 2% του ΑΕΠ μέχρι τουλάχιστον το 2026».
Αξιόπιστο δημοσιονομικό πλαίσιο. «Η δέσμευση της κυβέρνησης για δημοσιονομική σύνεση ενισχύθηκε πρόσφατα με το σχέδιο προϋπολογισμού του 2025 και το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό-διαρθρωτικό σχέδιο που εκπονήθηκε σύμφωνα με το αναθεωρημένο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ.
Η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να διατηρήσει το δημοσιονομικό έλλειμμα σημαντικά κάτω από την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και να διασφαλίσει τη συνεχή μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ, με βάση μια συγκρατημένη πορεία αύξησης των πρωτογενών δαπανών, τη νέα βασική μεταβλητή των κανόνων της ΕΕ. Ο Fitch θεωρεί αξιόπιστο το σχέδιο προσαρμογής».
Μείωση του δημόσιου χρέους. «Ο συνδυασμός σταθερών πρωτογενών πλεονασμάτων, χαμηλής και σταθερής δαπάνης για τόκους και ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ γύρω στο 4% θα διασφαλίσει τη συνεχή μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Το βασικό μας σενάριο είναι ότι το χρέος θα μπορούσε να μειωθεί κάτω από το 140% του ΑΕΠ έως το 2028 από 164% στο τέλος του 2023 και το υψηλό επίπεδο του 207% το 2020.
Η Ελλάδα έχει επιτύχει μια από τις μεγαλύτερες μειώσεις χρέους στην Ευρώπη μετά την πανδημία. Παρ' όλα αυτά, το χρέος εξακολουθεί να είναι σχεδόν τρεις φορές υψηλότερο από το διάμεσo επίπεδο των χωρών «ΒΒΒ» που είναι 56% και πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης που είναι 90%».
Χαμηλοί χρηματοδοτικοί κίνδυνοι. «Το ευνοϊκό προφίλ χρέους της χώρας - μακρά μέση διάρκεια λήξης 19 ετών με ευνοϊκά επιτόκια και μεγάλα ταμειακά αποθέματα (47 δισεκ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2024) - μειώνει σημαντικά τους κινδύνους της αγοράς και χρησιμεύει ως μαξιλάρι έναντι μελλοντικών σοκ.
Σε αυτό το ευνοϊκό πλαίσιο, αναμένουμε μια ομαλή μετάβαση στη χρηματοδότηση της αγοράς. Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 12 δισεκ. ευρώ (5,5% του ΑΕΠ) λόγω της αναταξινόμησης των αναβαλλόμενων τόκων των δανείων του EFSF. Η αναταξινόμηση αύξησε επίσης το τεκμαρτό επιτόκιο του αποθέματος χρέους κατά περίπου 20 μονάδες βάσης, από 1,3% σε περίπου 1,5%, το οποίο εξακολουθεί να είναι αρκετά χαμηλότερο από την ονομαστική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας».
Μέτρια αναπτυξιακή τροχιά. «Προβλέπουμε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,4% το επόμενο έτος, παρόμοια με το 2024 και το 2023. Η ανάπτυξη υποστηρίζεται από τη σταθερή επιτάχυνση των επενδύσεων και τη συγκρατημένη αύξηση της κατανάλωσης, η οποία στηρίζεται από την αύξηση των πραγματικών μισθών και την περαιτέρω μείωση της ανεργίας.
Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 9,3% τον Σεπτέμβριο του 2024, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2009 και ο πληθωρισμός έχει σταθεροποιηθεί γύρω στο 3% τους τελευταίους μήνες.
Το Tαμείο Aνάκαμψης και Aνθεκτικότητας (RRF) στήριξε τις επενδύσεις, με την Ελλάδα να επιτυγχάνει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά απορρόφησης όσον αφορά τις επιχορηγήσεις μεταξύ των μελών της ΕΕ. Αναμένουμε επίσης κάποιες θετικές δευτερογενείς επιδράσεις από το RRF στις ιδιωτικές επενδύσεις και την κατανάλωση.
Παρά τις πρόσφατες σταθερές αναπτυξιακές επιδόσεις, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει σημάδια από τις κρίσεις χρέους: ο δείκτης επενδύσεων προς ΑΕΠ στο 15,6% εξακολουθεί να είναι χαμηλός σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ και το επίπεδο του ΑΕΠ είναι σχεδόν 20 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από το υψηλό επίπεδο του 2007.
Αναμένουμε ότι η οικονομική ανάπτυξη θα παραμείνει σε σταθερή πορεία γύρω στο 2% μεσοπρόθεσμα, πάνω από τον ρυθμό ανάπτυξης της ευρωζώνης».
Υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. «Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ανήλθε στο 6,3% του ΑΕΠ το 2023, σημαντικά υψηλότερο από τη διάμεση τιμή των χωρών με αξιολόγηση «ΒΒΒ» που ήταν 0,3%. Το έλλειμμα μειώθηκε το 2023 από το 10,3% του ΑΕΠ το 2022, λόγω των χαμηλότερων τιμών των βασικών εμπορευμάτων, αλλά η τάση βελτίωσης δεν συνεχίστηκε το α' εξάμηνο του 2024.
Τα έσοδα από τον τουρισμό επιβραδύνθηκαν κατά την αιχμή της θερινής περιόδου, αντανακλώντας πιθανότατα τη συνολική αδυναμία της ευρωπαϊκής ζήτησης.
Από διαρθρωτική άποψη, το πολύ χαμηλό ποσοστό αποταμίευσης των ελληνικών εγχώριων τομέων είναι ο κύριος λόγος για το σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιο, ενώ η περαιτέρω επιτάχυνση των επενδύσεων μεσοπρόθεσμα θα ασκήσει περαιτέρω πίεση σε αυτό.
Η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ μετριάζει τους χρηματοδοτικούς κινδύνους που απορρέουν από το μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου και δεν αναμένουμε καμία διαταραχή στις εξωτερικές ροές κεφαλαίων».
Αναβάθμιση των τραπεζών. Ο Fitch αναβάθμισε τις αξιολογήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών κατά μία βαθμίδα τον Σεπτέμβριο, με θετικές προοπτικές. Αυτό αντανακλά τις προσδοκίες μας για περαιτέρω βελτιώσεις στο λειτουργικό περιβάλλον της Ελλάδας και στα πιστωτικά προφίλ των τραπεζών.
Οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν υψηλή ρευστότητα και ισχυρή κερδοφορία, υποστηριζόμενες από τα υψηλότερα επιτόκια, την ολοκλήρωση των αναδιαρθρώσεων και την εξυγίανση των ισολογισμών.
Ο δείκτης συνολικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών 19,1% στο τέλος Ιουνίου 2024 είναι κοντά στον μέσο όρο της Ευρωζώνης που είναι 20,1%. Ο ενοποιημένος δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (τέλος Ιουνίου 2024: 6,4%) θα μειωθεί περαιτέρω το β' εξάμηνο 2024 και το 2025 λόγω ενός συνδυασμού οργανικών δράσεων, μικρών πωλήσεων χαρτοφυλακίου και αύξησης των δανείων.
Η εξυγίανση της ποιότητας του ενεργητικού σε λιγότερο σημαντικά ιδρύματα θα υποστηριχθεί από το πρόγραμμα προστασίας περιουσιακών στοιχείων.
Η τελευταία αξιολόγηση για φέτος αναμένεται από τη Scope Ratings στις 6 Δεκεμβρίου και η πιο κρίσιμη αξιολόγηση αναμένεται στις αρχές του έτους από τη Moody’s.