Κατηγορίες απαγγέλθηκαν από αμερικανούς εισαγγελείς σε βάρος του ινδού δισεκατομμυριούχου Γκόταμ Αντάνι για το φερόμενο ρόλο του σε υπόθεση δωροδοκίας 265 εκατομμυρίων δολαρίων, βυθίζοντας τον όμιλό του σε βαθιά κρίση για δεύτερη φορά μέσα σε δύο χρόνια.
Οι πολλαπλές κατηγορίες για απάτη που απαγγέλθηκαν εναντίον του Αντάνι, ο οποίος είναι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, καθώς και σε βάρος άλλων επτά κατηγορουμένων προκάλεσαν σήμερα την πτώση των μετοχών και των ομολόγων των εταιρειών του Αντάνι. Η Adani Green Energy, η εταιρεία που βρίσκεται στο κέντρο των κατηγοριών, ακύρωσε επίσης μια πώληση ομολόγων ύψους 600 εκατομμυρίων δολαρίων.
Ο 62χρονος Γκόταμ Αντάνι, ο οποίος φημίζεται για τη στενή σχέση του με τον ινδό πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι, είναι ύποπτος ότι είναι αναμιγμένος σε δωροδοκίες ινδών δημόσιων αξιωματούχων για να πάρουν εταιρείες του συμβόλαια στον τομέα της ηλιακής ενέργειας στην Ινδία, σε βάρος επενδυτών στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Κατά το άνοιγμα του χρηματιστηρίου της Βομβάης, η τιμή της μετοχής της εταιρείας χαρτοφυλακίου Adani Enterprises υποχώρησε σήμερα κατά 10%, ενώ η τιμή αυτής της θυγατρικής της, της Adany Energy Solutions, η οποία έχει στοχοθετηθεί άμεσα από την αμερικανική δικαιοσύνη, έχανε σχεδόν 20%.
Αυτή η τελευταία αποφάσισε να ματαιώσει μια προγραμματισμένη πώληση στις χρηματαγορές τίτλων χρέους σε αμερικανικά δολάρια.
Εντάλματα σύλληψης εκδόθηκαν σε βάρος του Αντάνι και του ανιψιού του, του Σαγκάρ Αντάνι, και εισαγγελείς σχεδιάζουν να διαβιβάσουν τα εντάλματα αυτά σε ξένες υπηρεσίες επιβολής του νόμου, σύμφωνα με τα πρακτικά δικαστηρίου.
Αμερικανοί ομοσπονδιακοί εισαγγελείς έκαναν γνωστό πως οι κατηγορούμενοι συμφώνησαν να δωροδοκήσουν ινδούς κυβερνητικούς αξιωματούχους για να πάρουν συμβόλαια, που αναμένεται να αποδώσουν κέρδη 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε διάστημα 20 ετών, και να κατασκευάσουν το μεγαλύτερο σταθμό ηλιακής ενέργειας της Ινδίας.
Σύμφωνα με τους αμερικανούς εισαγγελείς, οι Αντάνι και ένα άλλο διευθυντικό στέλεχος, ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Adani Green Energy Βνιτ Τζαάιν συγκέντρωσαν περισσότερα από 3 δισεκ. δολάρια σε δάνεια και ομόλογα κρύβοντας τη διαφθορά τους από δανειστές και επενδυτές.
Οι τρεις κατηγορούνται για απάτη με χρεόγραφα, συνωμοσία για απάτη με χρεόγραφα και συνωμοσία για απάτη με εμβάσματα. Οι Αντάνι είναι επίσης κατηγορούμενοι σε μια παράλληλη αστική υπόθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (Securities and Exchange Commission, SEC).
Σύμφωνα με τον ομοσπονδιακό εισαγγελέα του Μπρούκλιν, τον Μπρίον Πις, ο δισεκατομμυριούχος κατηγορείται μαζί με επτά συγκατηγορουμένους ότι συμμετείχε από το 2020 ως το 2024 σε ένα σύστημα δωροδοκιών άνω των 250 εκατομμυρίων δολαρίων.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι ύποπτοι «τεκμηρίωσαν ευρέως τις πράξεις τους διαφθοράς», κυρίως ο Σαγκάρ Αντάνι με το κινητό τηλέφωνό του.
Ο Γκόταμ Αντάνι «συνάντησε προσωπικά έναν εκπρόσωπο της ινδικής κυβέρνησης για να θέσει σε εφαρμογή αυτό το σχέδιο διαφθοράς και οι κατηγορούμενοι συναντήθηκαν προσωπικά για να συζητήσουν τις διάφορες πλευρές της εφαρμογής του», αναφέρει η εισαγγελία.
Η υπόθεση δημιουργεί και πάλι αναταραχή στην αυτοκρατορία Αντάνι, έναν όμιλο οι δραστηριότητες του οποίου εκτείνονται από τα ανθρακωρυχεία και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μέχρι τα λιμάνια και τα αεροδρόμια ή επίσης τα μέσα ενημέρωσης.
Στην Ινδία, τα κόμματα της αντιπολίτευσης και η κοινωνία των πολιτών κατηγορούν εδώ και καιρό τον επιχειρηματία ότι επωφελήθηκε από τη σχέση του με τον Μόντι, ο οποίος κατάγεται, όπως και ο Αντάνι, από το κρατίδιο Γκουτζαράτ (βορειοδυτική Ινδία), για να οικοδομήσει την περιουσία του κατακυρώνοντας συμβόλαια με αθέμιτο τρόπο.
Το 2023, ο όμιλος Αντάνι είχε επίσης κατηγορηθεί για χειραγώγηση των τιμών των μετοχών του και λογιστική απάτη επί δεκαετίες από την αμερικανική εταιρεία επενδύσεων Hindenburg Research.
Ο Γκόταμ Αντάνι είχε απορρίψει τις κατηγορίες αυτές, όμως η χρηματιστηριακή αξία του ομίλου του είχε μειωθεί κατά περισσότερο από 150 δισεκ δολάρια και η προσωπική περιουσία του κατά 80 δισεκ. δολάρια.
Ο μεγιστάνας, η περιουσία του οποίου είναι η δεύτερη μεγαλύτερη στην Ινδία σύμφωνα με την κατάταξη του αμερικανικού περιοδικού Forbes για το 2024, και η επιχείρησή του έχουν έκτοτε αντισταθμίσει μεγάλο μέρος των απωλειών αυτών.